- αλλόφωνο
- sesbirimsel değişke
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ιώτ — το άκλ. ημίφωνο από τα πλέον διαδεδομένα, τού οποίου φωνηεντικό αλλόφωνο είναι το φωνήεν και συμφωνικό του το ουρανικοποιημένο [i] παριστανόμενο φωνητικά ως [i] ή [j])· [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. εγκυκλ. λ. [i]ιώτα] … Dictionary of Greek